- υπερηχητικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει σχέση με ταχύτητα που υπερβαίνει την ταχύτητα τού ήχου («υπερηχητική πτήση»)2. αυτός που κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα τού ήχου («υπερηχητικό αεροπλάνο»)3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους υπερήχους και στις εφαρμογές τους (α. «υπερηχητικό κύμα» β. υπερηχητικός μετατροπέας»)4. φρ. «υπερηχητική ταχύτητα» — ταχύτητα που υπερβαίνει την ταχύτητα τού ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ήχος].
Dictionary of Greek. 2013.